θαλερόν

θαλερόν
θαλερός
stout
masc acc sg
θαλερός
stout
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Évonymé — Dans la mythologie grecque, Évonymé ou Évonyme (Euonyme) est une déesse, amante ou épouse de Cronos dont elle conçoit Aphrodite, les Moires et les Érinyes[1]. Elle est citée par un fragment attribué au poète crétois Épiménide par le commentaire… …   Wikipédia en Français

  • ANTHEMON — Troianus, Simoisii pater. lege Anthemion. Homer. Il. 4. v. 473. Ἔθ᾿ ἔβαλ᾿ Α᾿νθεμίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Ἄιας Ἠΐθεον θαλερὸν, Σιμοείσιον, ἵν ποτε μήτηρ Ἴδηθεν κατιοῦσα, παῤ ὄχθῃσιν Σιμόεντος Γείνατ᾿ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …   Dictionary of Greek

  • ιδνούμαι — ἰδνοῡμαι, όομαι (Α) 1. κάμπτομαι, λυγίζω («ὁ δ ἰδνώθη, θαλερόν δε οἱ ἔκπεσε δάκρυ», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη μήτρα) συσφίγγομαι, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιδνός ή *(F)ιδνός (η ύπαρξη F δεν επιβεβαιώνεται από το ομηρικό κείμενο). Η λ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”